Ἀλεξανδρεῖς

Ἀλεξανδρεῖς
Ἀλεξανδρεύς
masc acc pl
Ἀλεξανδρεύς
masc nom/voc pl (parad-form)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • APOLLONIUS — I. APOLLONIUS Africae, quae Aegypto coniuncta est, ab Alexandro M. post deditam Aegyptum, praepositus. Curt. l. 4. c. 8. II. APOLLONIUS Alabandensis (Alabanda autem oppid. est minoris Asiae) dicendi magister clarissimus, teste Suetoniô in Zul.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • λύγισμα — το (AM λύγισμα, Μ και λύγισμαν) [λυγίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού λυγίζω, κύρτωση, κάμψη, καμπύλωση («λύγισμα τής μέσης») 2. εναλλαγή, τσάκισμα τής φωνής στο τραγούδι νεοελλ. υποχώρηση σε δυσκολίες νεοελλ. μσν. 1. χαριτωμένη, φιλάρεσκη …   Dictionary of Greek

  • πλάταξ — ακος, ὁ, Α (στους Αλεξανδρείς) το ψάρι κορακίνος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται μάλλον με το επίθ. πλατύς και το ψάρι έχει ονομαστεί έτσι λόγω τού σχήματός του. Η άποψη ότι η λ. πλάταξ έχει σχηματιστεί από το ρ. πλαταγῶ λόγω τών ήχων που βγάζει το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”